- εννιακόσ(ι)α
- εννιακόσ(ι)α και εννεακόσια αριθμ. απόλ., άκλ.1. ποσότητα εννιά εκατοντάδων (900).2. σε χρονολογίες αντικαθιστά το αντίστοιχο τακτικό εννιακοσιοστός: Η μάχη έγινε το εννιακόσια μ.Χ. (το εννιακοσιοστό έτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.